- συναλλάζω
- μετ.1) менять, обменивать; 2) менять, переменять;
έχει δυό πανωφόρια και τα συναλλάζει — у него два пальто, и он носит их попеременно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έχει δυό πανωφόρια και τα συναλλάζει — у него два пальто, и он носит их попеременно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συναλλάζω — βλ. πίν. 23 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: συναλλάζω – συναλλάσσομαι : οι έννοιες διαφοροποιούνται. Το συναλλάζω σημαίνει → χρησιμοποιώ διαδοχικά, αλλάζω ρούχα κτλ. Το συναλλάσσομαι → έχω εμπορικές συναλλαγές … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συναλλάζω — Ν βλ. συναλλάσσω … Dictionary of Greek
συναλλάζω — συνάλλαξα, αλλάζω διαδοχικά: Έχει δύο πουκάμισα και τα συναλλάζει (τη μια φορά φοράει το ένα και την άλλη το άλλο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναλλάσσω — ΝΜΑ, και συναλλάζω Ν, και συναλλάττω Α [ἀλλάσσω, ομαι] νεοελλ. 1. (στον τ. συναλλάζω) αλλάζω συχνά τα ρούχα μου, φορώ διαδοχικά το ένα μετά το άλλο 2. μέσ. συναλλάσσομαι α) έχω συναλλαγές, έχω δοσοληψίες, έχω εμπορικές και, γενικότερα,… … Dictionary of Greek
συναλλάσσομαι — βλ. πίν. 95 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: συναλλάζω – συναλλάσσομαι : οι έννοιες διαφοροποιούνται. Το συναλλάζω σημαίνει → χρησιμοποιώ διαδοχικά, αλλάζω ρούχα κτλ. Το συναλλάσσομαι → έχω εμπορικές συναλλαγές … Τα ρήματα της νέας ελληνικής